- ἀντικρούει
- ἀντικρούωstrikepres ind mp 2nd sgἀντικρούωstrikepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιτυπής — ἀντιτυπής, ές (Α) [αντιτύπτω] 1. αυτός που απωθεί, που αντικρούει κάτι 2. σκληρός, τραχύς … Dictionary of Greek
ευαπολόγητος — η, ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, ον) αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία») αρχ. αυτός που είναι ικανός … Dictionary of Greek
καταβλητικός — ή, ό (Α καταβλητικός, ή, όν) [καταβάλλω] νεοελλ. αυτός που καταβάλλει, που καταπονεί αρχ. 1. ο ικανός ή ο κατάλληλος στο να καταρρίπτει κάποιον 2. αυτός που τού αρέσει να ανασκευάζει, να αντικρούει τους άλλους 3. μτφ. υβριστικός, δύστροπος … Dictionary of Greek
Βαρθολομαίος — I (εβρ. Βαρ θολόμ, δηλαδή γιος του Θολομαίου). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους, ίσως το ίδιο πρόσωπο με τον Ναθαναήλ και ένας από τους πρώτους μαθητές του Χριστού. Η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει τίποτα για την αποστολική δράση του Β. Κατά τον… … Dictionary of Greek
Σέξτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σ. ο Εμπειρικός. Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και γιατρός (2ος 3ος αι. μ.Χ.). Είναι ο γνωστότερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Πύρρωνα τον Ηλείο, του σκεπτικισμού. Για τη ζωή του δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε. Ονομάστηκε… … Dictionary of Greek